- ζωογόνησις
- ζωογόν-ησις, εως, ἡ,A creation of life, Theol.Ar.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωογονήσει — ζωογόνησις creation of life fem nom/voc/acc dual (attic epic) ζωογονήσεϊ , ζωογόνησις creation of life fem dat sg (epic) ζωογόνησις creation of life fem dat sg (attic ionic) ζωογονέω propagate aor subj act 3rd sg (epic) ζωογονέω propagate fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογόνησιν — ζωογόνησις creation of life fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωογόνηση — η (AM ζωογόνησις) [ζωογονώ] νεοελλ. παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα αρχ. γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων … Dictionary of Greek
ζωογονήσῃ — ζωογονήσηι , ζωογόνησις creation of life fem dat sg (epic) ζωογονέω propagate aor subj mid 2nd sg ζωογονέω propagate aor subj act 3rd sg ζωογονέω propagate fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)